Friday 6 February 2015

Απόσπασμα αυτοβιογραφίας

"Ήταν 17 Νοεμβρίου 1973 όταν έχοντας πείσει προφανώς τους γονείς μου που ήταν άνθρωποι που δεν γνώριζαν τον φόβο -αν και εκ των υστέρων απορώ γι' αυτό και πώς με άφησαν, δεν είναι εδώ τώρα για να μου το πουν-, βγήκα από την πολυκατοικία όπου μέναμε, πρέπει να ήταν κοντά μεσημέρι, και ξεκίνησα να πάω στη θεία μου που έμενε 10΄ δρόμο μακρύτερα. Την ημέρα εκείνη κάποιοι ανύποπτοι σκοτώθηκαν σε δρόμους της Αθήνας από σφαίρες αγνώστου προελεύσεως, τότε δεν το ξέραμε. Ήταν η μέρα που ξημέρωσε μετά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο. Είχαμε ζήσει τον τρόμο της προηγούμενης νύχτας -το σπίτι μας ήταν δίπλα στο Πολυτεχνείο-, ακούσαμε τα τελευταία λόγια του εκφωνητή από τον αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών, ακούσαμε τον βόμβο να πλησιάζει (ήταν τα τανκς), ακούσαμε τη μεγάλη πύλη να πέφτει, ακούσαμε τα ποδοβολητά των έγκλειστων που έβγαιναν τρέχοντας να σωθούν, ο πατέρας μου άνοιξε τις γρίλιες (τις είχαμε κλείσει λόγω των δακρυγόνων που έμπαιναν μέσα στο σπίτι) και βγήκε στο μπαλκόνι βρίζοντας τους μπάτσους που είχαν στηθεί στη γωνία του δρόμου μας περιμένοντας με τα γκλομπς τους φοιτητές, ακριβώς τη στιγμή που ένας από αυτούς είχε αρπάξει μια κοπέλλα από τα μαλλιά και τη χτυπούσε, ο πατέρας μου έγινε έξαλλος, "φασίστα, γουρούνι" κι ο άλλος από κάτω γύρισε "να 'ξερα πού είσαι να σε γ...", η μητέρα μου να τον τραβάει μέσα επίσης έξαλλη... Για πρώτη φορά στη ζωή μου των δώδεκα χρόνων κατάλαβα τι σημαίνει φασισμός, τι σημαίνει απουσία κάθε δικαιοσύνης και τι σημαίνει φόβος. Έτσι, δεν εξηγείται λογικά, γιατί το επόμενο πρωί σηκώθηκα και βγήκα στους δρόμους. Δεν εξηγείται, γιατί δεν ανέβηκα τον δρόμο μας ευθεία επάνω, αλλά προτίμησα, όχι ακριβώς, ήταν πεποίθηση, πέρασα ακριβώς από την Μπουμπουλίνας, τον πίσω δρόμο του Πολυτεχνείου. Αστυνομία, στρατός, όλοι οι δρόμοι κλειστοί, δεν ξέρω γιατί με άφησαν να περάσω. Μία αθώα δωδεκάχρονη. Εγώ γιατί το έκανα; Γιατί ήθελα να δω το Πολυτεχνείο (και είδα φυσικά, τα απομεινάρια της καταστροφής, σπασμένα τζάμια και πεταμένα πράγματα κάθε λογής) από κοντά; Τι ήταν αυτό; Θυμάμαι ότι ένιωθα ότι έπρεπε να το κάνω. Για ποιον; Και βέβαια φοβόμουν, αλλά κάτι με μαγνήτιζε και με τραβούσε προς τα εκεί. Ένιωθα ένα είδος περηφάνειας περίεργης, κάτι ανάμεσα στο "όλα επανήλθαν στον φυσιολογικό τους ρυθμό" και "εγώ ξέρω τι κάνατε, κι εσείς που ήσασταν μέσα κι εσείς που το παίζετε τώρα ρυθμιστές της τάξης". Και θυμάμαι που δεν ήμουν και απόλυτα "ευχαριστημένη", γιατί θεώρησα ότι δεν είχα δει ό,τι έπρεπε να δω, τα ίχνη από τους ήρωές μου. Πρέπει να είχα σκεφτεί να κατεβώ τη Στουρνάρα και να περάσω μπροστά από το Πολυτεχνείο, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, είχαν κλείσει τον δρόμο για όλους. Μήπως αισθανόμουν ότι με προστάτευε η ηλικία μου; Δεν νομίζω, γιατί ένιωθα πάντα ενήλικη. Δεν έβλεπα αυτό που οι άλλοι έβλεπαν. "Πρέπει να τη βοηθήσω", έγραφε το μπαρμπούλι στο ημερολόγιό της για συμμαθήτριές της δυο-τρία χρόνια μετά. Αυτό είναι μια λογική και πρακτική σκέψη, και πολύ ανθρωπιστική. Εγώ, τι στην ευχή, βοηθούσα τότε στις 17 Νοεμβρίου; Ποια ιδέα πανανθρώπινης ελευθερίας και δικαιοσύνης θεωρούσα ότι έπρεπε να σύρω στους άθλιους δρόμους της ισοπέδωσης και της καταστροφής, μια -ουτοπική;- δωδεκάχρονη μαθήτρια της Α΄ Γυμνασίου; Έτσι το τράβηξα σε όλη τη ζωή μου".
(Απόσπασμα από αυτοβιογραφία σύγχρονη, με την άδεια της συγγραφέως)