Βρεττάκος, Σικελιανός, Παπαδάκη

"Μια τέτοια νύχτα, μου είπε [ο Σικελιανός, έτει 1948]: «Με απείλησε το κομμουνιστικό κόμμα με πολλά υπονοούμενα, επειδή δημοσίευσα ένα ποίημα στη μνήμη της Π. [Ελένη Παπαδάκη]». Επρόκειτο για μια τραγωδό που εκτελέστηκε τον Δεκέμβρη. Του είπα: «Το ίδιο αυτό κόμμα, έχει ισχυριστεί πως την Π. την είχε εκτελέσει ένα μέλος της Ιντέλιτζενς Σέρβις κι ότι το πρόσωπο αυτό το υπέδειξε στις αρχές, αλλά δεν το συνέλαβε· γιατί να ενοχληθεί από το ποίημα αυτό, αφού η πράξη δεν ήταν δική του». «Κι έτσι αν ήταν, από τη στιγμή που το πρόσωπο αυτό συστεγαζόταν στις οργανώσεις του κι εκείνες δεν το συνέλαβαν, ήτανε μέλος τους και, συνεπώς, και υπεύθυνες». Και το γύρισε στην ποίηση, σαν να είχε βγει μέσα από ένα ιερό, σ' έναν κόσμο απαράδεχτο, ενώ δεν έπρεπε".

 Βρεττάκος, Νικηφόρος: Οδύνη. Αυτοβιογραφικό χρονικό. Αθήνα: Πόλις, 1995, 285-286.

http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=18057&code=6111&zoom=800 

"Η γραπτή κριτική της αριστεράς -εκτός της προφορικής «γραμμής»- είναι αμείλιχτη [για το βιβλίο του Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου, 1949]. Ο τίτλος του κειμένου της είναι: Η αγάπη, σημάδι παρακμής. Προσπάθησα να συλλάβω τι θα ήταν ο νέος κόσμος ο οποίος θα οικοδομούσαν και ο οποίος θα θεωρούσε την Αγάπη σημείο παρακμής και θα την καταδίκαζε με ειδικό νόμο ανάμεσα στους πολίτες του. Η δεξιά αποφάσισε να μου κάνει μόνο προφορική κριτική και διάλεξε γι' αυτό ένα στενό δρομάκι, την οδό Αφροδίτης, κάτω από την Ακρόπολη. Μια ομάδα από πέντε, με επικεφαλής έναν παλιό μου γνώριμο, πασίγνωστο εκτελεστή ανάμεσα στους συμπατριώτες μου, με αναζητούν με τα χέρια στις τσέπες των παντελονιών τους. Με έσωσε η ετοιμότητα και η ευκαιρία που μου έδωσε να τους αντιληφθώ πρώτος εγώ. Όταν έφτασα στην άλλη γωνιά κι ενώ έστριβα, τράβηξαν τα πιστόλια τους. Αλλά γι' αυτούς ήτανε πια αρκετά αργά. Πήρα ευτυχώς τη στροφή αρκετά ενωρίς".

Βρεττάκος: Οδύνη, 300.

"Αλλά ενώ εγώ είχα μια τάση να πλησιάσω περισσότερο προς τους ανθρώπους, εκείνος [ο πατέρας του Κωνσταντίνος Βρεττάκος, περ. 1930] πλησίαζε ολοένα και περισσότερο προς τα ζώα. Όταν έβγαινε έξω, και κάθε φορά που περπατώντας απομακρυνόταν από το σπίτι, πήγαιναν πίσω του όλα μαζί τα κουνέλια με πηδηχτά βηματάκια και πιο πίσω τους ακολουθούσε το γαϊδουράκι. Κάθε τόσο γύριζε και τους μιλούσε. [...] Μια κίσσα, ένα από τα πιο άγρια πουλιά του δάσους, ημερωμένη, ανέβαινε στο τραπέζι που τρώγαμε και στεκόταν δίπλα στο πιάτο του. Μια μέρα έφερε ο αδερφός μου ένα κοτσύφι τραυματισμένο. Ένα σκάγι του είχε τρυπήσει το στήθος του. Το παράλαβε, το περιποιήθηκε και σε λίγες μέρες ήταν καλά. Το κοτσύφι γύριζε ελεύθερο μέσα στο σπίτι. Τα πρωινά μάλιστα, φτερούγιζε από το παράθυρο κι έφευγε κάτω στο δάσος. Όταν ψήλωνε αρκετά ο ήλιος, γύρω στις δέκα η ώρα πάντοτε, ξαναγύριζε. Άφηνε έναν μακρύ κελαϊδισμό καθώς έμπαινε ορμητικό, από τα μεγάλα παράθυρα της σάλας, για να καθίσει απευθείας πάνω στον ώμο του πατέρα μου, αν τύχαινε να είναι εκεί. Και μερικές φορές, όταν δεν ήταν, φτερούγιζε στον δικό μου ώμο, καθώς ήμουνα σκυμμένος και έγραφα στο τραπέζι. Το είχε καταλάβει φαίνεται πως ήμουνα γιος του".

Βρεττάκος: Οδύνη, 134.